- γεγηθότως
- γεγηθότως επίρρ. (AM)ευχαρίστως, μετά χαράς.[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρημα σχηματισμένο βάσει τού παρακμ. γέγηθα τού ρ. γηθώ* «χαίρομαι, ευχαριστιέμαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γεγηθότως — with joy indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)